ενυπόγραφος

ενυπόγραφος
η , ο [ος , ον ] подписанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενυπόγραφος" в других словарях:

  • ενυπόγραφος — η, ο (Μ ἐνυπόγραφος, ον) (για έγγραφο) ο υπογεγραμμένος, αυτός που φέρει υπογραφή. επίρρ... ενυπογράφως, α με υπογραφή …   Dictionary of Greek

  • ενυπόγραφος — η, ο επίρρ. α που έχει υπογραφή (για έγγραφα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνυπογράφως — ἐνυπόγραφος executed and signed adverbial ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυπόγραφον — ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem acc sg ἐνυπόγραφος executed and signed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυπογράφου — ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυπογράφῳ — ἐνυπόγραφος executed and signed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυπόγραφα — ἐνυπόγραφος executed and signed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»